- Ἀνατολίου
- Ἀνατόλιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανατόλιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο στρατηλάτης. Δεν είναι γνωστό πού, πότε και πώς έζησε. Αναφέρεται μόνο ότι μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη τουτιμάται στις 23 Απριλίου. 2. Ο μάρτυς. Είναι άγνωστο από πού καταγόταν και πότε μαρτύρησε … Dictionary of Greek
Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… … Dictionary of Greek
Φρανς, Ανατόλ — (France, Παρίσι 1844 – 1924). Ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ιάκωβου Ανατόλιου Τιμπό. Ο νεαρός Φ. πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο βιβλιοπωλείο του πατέρα του, βυθισμένος στην ανάγνωση αναρίθμητων τόμων. Τα κλασικά γράμματα, οι καλές τέχνες, οι… … Dictionary of Greek
АНАТОЛИЙ — (кон. IV в., Александрия 3.07.458, К поль), свт. (пам. 3 июля, пам. греч. 7 июля, 20 нояб.), Патриарх К польский (с нояб. 449). Свт. Анатолий, Патриарх К польский. Икона София Премудрость Божия с избранными святыми . Кон. XIX нач. XX в. (ЦАК МДА) … Православная энциклопедия
ВОСТОЧНЫ — [греч. ἀνατολικά; слав. ], наименование нек рых стихир из воскресных последований Октоиха (в каждом гласе 4 стихиры на «Господи, воззвах» на великой вечерне и 4 стихиры на хвалитех на утрене, в обоих случаях это 2 е группы стихир). В.… … Православная энциклопедия